αγωνία — Η ταραχή· αίσθημα ανασφάλειας ή και φόβου. (Βιολ.)Η μεταβατική περίοδος κατά την οποία εξαφανίζονται οι δυνατότητες της ζωής, οι τελευταίες στιγμές πριν από τον θάνατο. Κύρια συμπτώματα της α. είναι: δυσκολία στην αναπνοή που συνοδεύεται με ρόγχο … Dictionary of Greek
αποπνέω — (AM ἀποπνέω) 1. αναδίδω οσμή, μυρίζω 2. εκπνέω, ξεψυχώ, πεθαίνω μσν. παύω να πνέω αρχ. 1. αναδίδω δυσάρεστη οσμή, όζω 2. αποβάλλω κάτι, απαλλάσσομαι από κάτι 3. αναγκάζω κάτι ή κάποιον να εκπνεύσει 4. αναπνέω δυνατά 5. αναδίδομαι ως αναθυμίαση,… … Dictionary of Greek
πνοόμετρο — το, Ν όργανο για την καταμέτρηση τής ζωτικότητας τού πνεύμονα, δηλαδή τού μέγιστου όγκου αέρα που μπορεί κανείς να εκπνεύσει ύστερα από παρατεταμένη εισπνοή … Dictionary of Greek
Βενιζέλος, Ελευθέριος — (Μουρνιές, Κρήτη 1864 – Παρίσι 1936).Πρωθυπουργός επί σειρά ετών, ο πρώτος πολιτικός της χώρας που ονομάστηκε Εθνάρχης. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εγκαταστάθηκε ως δικηγόρος στα Χανιά (1886), ενώ γρήγορα αναμείχτηκε και στην… … Dictionary of Greek
Ίστμαν, Τζορτζ — (George Eastman, Νέα Υόρκη 1854 – 1932). Αμερικανός εφευρέτης και πρωτοπόρος της φωτογραφίας. Το όνομά του είναι συνυφασμένο με την ευρεσιτεχνία του σελιλόιντ. Από την ηλικία των 20 ετών πειραματιζόταν ως ερασιτέχνης φωτογράφος με τις ζελατίνες,… … Dictionary of Greek
παλαιολιθική εποχή — Το πρώτο και μεγαλύτερο σε χρονική διάρκεια μέρος της εποχής του λίθου. Η π.ε. τοποθετείται χρονικά στο δεύτερο μισό του πλειστόκαινου και οι αρχές της ανάγονται, συμβατικά βέβαια, γύρω στα 600.000 π.Χ. Αν πάρουμε λοιπόν υπόψη μας ότι η… … Dictionary of Greek